- συνωμόται
- συνωμότηςone who is leagued by oathmasc nom/voc plσυνωμότᾱͅ , συνωμότηςone who is leagued by oathmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνωμόται — συνωμόται , συνωμότης one who is leagued by oath masc nom/voc pl συνωμότᾱͅ , συνωμότης one who is leagued by oath masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЕРСИДСКИЕ ВОЙНЫ — • Persica bella. Персы, вследствие совершенно особенного понимания царской власти, несколько раз пытались завоевать Грецию, эту единственную страну, на которую не могло еще распространиться их мировое господство. Этим попыткам… … Реальный словарь классических древностей
συμβούαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «συνωμόται». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βούα «ομάδα παιδιών» στην αρχαία Σπάρτη] … Dictionary of Greek
συνωμότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία αρχ. μτφ. αυτός που κρυφά… … Dictionary of Greek